χαλκοτυπία

χαλκοτυπία
η см, χαλκογραφία 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χαλκοτυπία" в других словарях:

  • χαλκοτυπία — η, ΝΜΑ [χαλκοτύπος] νεοελλ. χαλκουργία μσν. αρχ. χτύπημα με χάλκινο όπλο («οὐλὰς ἐκ τῶν κατὰ πόλεμον χαλκοτυπιῶν», Λέων Δ) …   Dictionary of Greek

  • χαλκοτυπιῶν — χαλκοτυπία wound by stroke of sword fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοτυπίαις — χαλκοτυπία wound by stroke of sword fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοτυπικός — ή, ό, Ν [χαλκοτυπία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκοτυπία 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. χαλκοτυπική …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»